- ένος
- (I)ἔνος, ο (Α)το έτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ' απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού -ενος βλ. λ. ενιαυτός)].————————(II)ἔνος, -η, -ον (Α)(μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς τ' αὔριον ἐς τ' ἔννηφιν», «καὶ ἔνας καὶ ἐς ἀῶ»).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις τού θηλυκού ένη σε επιρρηματικές εκφράσεις. Ανάγεται σε ΙE *eno-, που είναι δεικτική αντωνυμία και χρησιμοποιείται για απομακρυσμένα αντικείμενα (πρβλ. εκείνος)].————————(III)ἕνος, -η, -ον (Α)1. παλιότερος2. γεν. παλιός, περασμένος3. περυσινός4. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) προ πολλού5. φρ. «ἕνη καὶ νέα (ενν. ημέρα)» — η παλιά και νέα ημέρα, η τελευταία ημέρα τού μήνα («Σκιροφοριῶνος ἕνῃ καὶ νέᾳ»).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο επίθετο με απαθή βαθμίδα ρίζας < ΙΕ *senos. Στην Ελληνική δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ με τη σημ. «γέρος», για την οποία υπήρχε η λ. γέρων. Στις άλλες ινδοευρ. γλώσσες απαντά τόσο με τη σημ. «παλιός» (πρβλ. αρμεν. hin, λιθ. sēnas, αρχ. ινδ. sana-, αρχ. ιρλ. sen κ.ά.), όσο και με τη σημ. «γέρος» στην Κελτική, τη Λιθουανική και τη Γερμανική (πρβλ. γοτθ. sineigs «πρεσβύτης», αβεστ. hana-). Στη Λατινική χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά με τη δεύτερη σημ.πρβλ. senex «γέρος»].
Dictionary of Greek. 2013.